μεγαλούργημα

μεγαλούργημα
το великое, важное дело; подвиг

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μεγαλούργημα" в других словарях:

  • μεγαλούργημα — το (Α μεγαλούργημα και μεγαλοέργημα) [μεγαλουργώ] σπουδαίο έργο, κατόρθωμα …   Dictionary of Greek

  • μεγαλούργημα — το, ατος σημαντικό έργο, κατόρθωμα: Οι αιγυπτιακές πυραμίδες είναι μεγαλουργήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεγαλείος — α, ο (ΑM μεγαλείος, εία, ον) το ουδ. ως ουσ. το μεγαλείο(ν) α) μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα, αίγλη β) μεγαλοπρεπές έργο, λαμπρό επίτευγμα, μεγαλούργημα («οὐκ οἴδασιν... τὴν παιδείαν κυρίου τοῡ θεοῡ σου, καὶ τὰ μεγαλεῑα αὐτοῡ», ΠΔ) νεοελλ. το ουδ. ως …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοέργημα — μεγαλοέργημα, τὸ (Α) βλ. μεγαλούργημα …   Dictionary of Greek

  • μεγαλουργία — η (Α μεγαλουργία και μεγαλοεργία [μεγαλουργός] 1. η πραγματοποίηση μεγάλου έργου 2. σπουδαίο έργο που έχει συντελεστεί, το μεγαλούργημα αρχ. επιδεικτικά μεγαλοπρεπής πράξη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»